φαιδρή

φαιδρή
φαιδρός
bright
fem nom/voc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Φαίδρη — fem nom/voc sg (epic ionic) Φαί̱δρη , Φαῖδρας masc voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαίδρη — φαίδρα fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαιδρῶν — Φαίδρη fem gen pl Φαῑδρῶν , Φαῖδρας masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαίδρην — Φαίδρη fem acc sg (epic ionic) Φαί̱δρην , Φαῖδρας masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαίδρης — Φαίδρη fem gen sg (epic ionic) Φαί̱δρης , Φαῖδρας masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαίδρα — Φαίδρᾱ , Φαίδρη fem nom/voc/acc dual Φαίδρᾱ , Φαίδρη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Φαί̱δρᾱ , Φαῖδρας masc nom/voc/acc dual Φαί̱δρᾱ , Φαῖδρας masc voc sg (attic) Φαί̱δρᾱ , Φαῖδρας masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαίδρας — Φαίδρᾱς , Φαίδρη fem acc pl Φαίδρᾱς , Φαίδρη fem gen sg (attic doric aeolic) Φαί̱δρᾱς , Φαῖδρας masc acc pl Φαί̱δρᾱς , Φαῖδρας masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαιδρολογία — η, Ν [φαιδρολόγος] φαιδρή ομιλία …   Dictionary of Greek

  • φαιδρόμορφος — ον, Α αυτός που έχει φαιδρή μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρός + μορφος (< μορφή), πρβλ. κακό μορφος] …   Dictionary of Greek

  • φαιδρός — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Σωκράτη, γνωστός από τους πλατωνικούς διαλόγους. Υπήρξε και μαθητής του Λυσία. 2. Επικούρειος φιλόσοφος, που διακρίθηκε στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”